- Λακωνικός
- ΛακωνικόςLaconian shoesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακωνικός — Laconian shoes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
Λακωνικός Κόλπος — Sp Lakònijos įlanka Ap Λακωνικός Κόλπος/Lakonikos Kolpos L prie P Graikijos … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λακωνικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη Λακωνία. 2. (για λόγο), σύντομος: Ο κατηγορούμενος έδωσε μια λακωνική απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… … Dictionary of Greek
Λακωνικά — Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc pl Λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc/acc dual Λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακωνικά — Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc pl λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc/acc dual λακωνικά̱ , Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακωνικώτερον — Λακωνικός Laconian shoes adverbial comp Λακωνικός Laconian shoes masc acc comp sg Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακωνικώτερον — Λακωνικός Laconian shoes adverbial comp Λακωνικός Laconian shoes masc acc comp sg Λακωνικός Laconian shoes neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακωνικῶν — Λακωνικός Laconian shoes fem gen pl Λακωνικός Laconian shoes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)